- βαπτίζεται
- βαπτίζωdippres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτέριος — (7ος αι. μ.Χ.) Πατριάρχης της αίρεσης των αρειανών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δ. άλλαξε το κείμενο της επίκλησης του βαπτίσματος και το αντικατέστησε με τη φράση «Βαπτίζεται… εις το όνομα του πατρός, διά Υιού, εν Αγίω Πνεύματι». * * * δευτέριος, α … Dictionary of Greek
επιβραδυντής — Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο βολτ. Στους θερμικούς… … Dictionary of Greek
πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… … Dictionary of Greek
Βαρδάνης, Γεώργιος — (Αθήνα τέλη 12ου–μέσα 13ου αι.). Λόγιος ιεράρχης της εποχής της φραγκοκρατίας, γνωστός με το όνομα Αττικός. Ήταν γιος ενός Ηπειρώτη και υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Χωνιάτη. Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός κατέλαβε την Αθήνα, κατέφυγε στα Γρεβενά.… … Dictionary of Greek
βαπτίζετ' — βαπτίζετε , βαπτίζω dip pres imperat act 2nd pl βαπτίζετε , βαπτίζω dip pres ind act 2nd pl βαπτίζεται , βαπτίζω dip pres ind mp 3rd sg βαπτίζετο , βαπτίζω dip imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) βαπτίζετε , βαπτίζω dip imperf ind act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)